ξελακκώνω

ξελακκώνω
ξελάκκωσα, ξελακκώθηκα, ξελακκωμένος, ανοίγω λάκκο γύρω από τη ρίζα δέντρου ή φυτού: Ξελακκώσαμε τ' αμπέλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξελακκώνω — και ξελακκούνω και ξελακκίζω ανοίγω λάκκο γύρω από κορμό δένδρου ή θάμνου για λίπανση και για πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λάκκος] …   Dictionary of Greek

  • ξελάκκωμα — και ξελάκκισμα, το [ξελακκώνω / ξελακκίζω] 1. άνοιγμα λάκκων γύρω από τη ρίζα φυτού για το πότισμα ή για τη λίπανση του 2. μεταφορά τών ποιμνίων από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές βοσκές για την άνοιξη και το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • ξελακκίζω — βλ. ξελακκώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”